βάθυθριξ

βάθυθριξ
βᾰθῠ-θριξ, τρῐχος, , ,
A with thick, long mane, Opp.C.1.314; of sheep, with thick or long wool, h.Ap.412.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαθύθριξ — ( τριχος), ο, η (Α) αυτός που έχει μακριές και πυκνές τρίχες …   Dictionary of Greek

  • βαθύθριξ — masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύτριχα — βαθύθριξ masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύτριχας — βαθύθριξ masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”